μαλθακώδης

μαλθακώδης
μαλθακώδης, -ῶδές (AM) [μαλθακός]
μαλακτικός
μσν.
1. αυτός που αποτελείται από εύπλαστα υλικά
2. δειλός, άτολμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαλθακώδει — μαλθακώδης emollient masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μαλθακώδης emollient masc/fem/neut dat sg μαλθακώδεϊ , μαλθακώδης emollient dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακώδη — μαλθακώδης emollient neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μαλθακώδης emollient masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μαλθακώδης emollient masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακῶδες — μαλθακώδης emollient masc/fem voc sg μαλθακώδης emollient neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακώδεα — μαλθακώδης emollient neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μαλθακώδης emollient masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακωδῶν — μαλθακώδης emollient masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… …   Dictionary of Greek

  • μαλθακωδεστέραν — μαλθακωδεστέρᾱν , μαλθακώδης emollient fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”